- κοράτσα
- η (Μ κοράτσα)θώρακας, πανοπλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. corazza].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορατσωμένος — κορατσωμένος, η, ον (Μ) αυτός που φορά θώρακα, θωρακισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράτσα, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *κορατσώνω] … Dictionary of Greek